- κοπρόλιθος
- Σκληρές κοπρανώδεις ουσίες, που σχηματίζουν πραγματικές πέτρες στα κόπρανα. Στην παλαιοντολογία, κ. χαρακτηρίζεται το απολιθωμένο περίττωμα προϊστορικών ζώων, το οποίο βρίσκεται μέσα σε πετρώματα. Οι κυριότεροι κ. είναι αυτοί των ιχθυόσαυρων και απαντούν κυρίως σε λιάσια στρώματα στην Αγγλία. Επιπλέον, κ. βρέθηκαν σε μια σπηλιά της Ιωνικής χερσονήσου καθώς και στο Πικέρμι της Αττικής.
* * *ο1. ιατρ. σύγκριμα κοπρανώδους υλικού που έχει σκληρυνθεί υπερβολικά και ανευρίσκεται στο εσωτερικό τού εντέρου ή στα κόπρανα2. (γεωλ.-παλαιοντ.) απολιθωμένο περίττωμα ζώων προϊστορικών γεωλογικών περιόδων που βρίσκεται μέσα σε πετρώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprolith < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + -lith (πρβλ. λίθος)].
Dictionary of Greek. 2013.